κίκερ

κίκερ
το (Α κίκερ)
νεοελλ.
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένεις φαβίδες, με 40 περίπου είδη, σημαντικότερο από τα οποία είναι το Cicer arietinum, η κοινή ρεβιθιά
αρχ.
(κατά τον Πλούτ.) «κίκερ γὰρ οἱ Λατῑνοι τὸν ἐρέβινθον καλοῡσι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cicer].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ρεβιθιά — και ροβιθιά, η, Ν [ρεβίθι / ροβίθι] κοινή ονομασία τού μονοετούς ποώδους φυτού Cicer arietinum τού γένους κίκερ, τής οικογένειας φαβίδες, που καλλιεργείται για τα εδώδιμα σπέρματά του και ως κτηνοτροφή …   Dictionary of Greek

  • ρεβύθι — Το σπέρμα του ετήσιου ποώδους φυτού κίκερ το κριόμορφο, που ανήκει στην οικογένεια των Ψυχανθών (δικοτυλήδονα). Κατάγεται από την Εγγύς Ανατολή και καλλιεργείται από τους αρχαιότατους χρόνους για τους καρπούς του· στην Ελλάδα είναι γνωστό ότι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”